ψιλότης

ψιλότης
ψῑλό-της, ητος, ,
A bareness,

τῆς γῆς Hp.

Aër. 19, cf. Plu.Fab.11.
2 baldness, Id.Galb.27: pl., Artem.1.21.
3 smoothness, of a woman's body, Plu.2.651a; opp. τραχύτης, ib. 979a; opp. δασύτης, Arist.HA499a11.
II tenuity (cf. ψιλός VI. 2), opp. δασύτης, Id.Po.1456b32, D.H.Comp.14.
2 the spiritus lenis, Plb.10.47.10 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψιλότης — ψῑλότης , ψιλότης bareness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότης — ητος, ἡ, Α [ψιλός] 1. η ιδιότητα τού φαλακρού 2. (για γυναικείο σώμα) η ιδιότητα τού λείου 3. γραμμ. έλλειψη δασέος πνεύματος, απουσία δασύτητας …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • ψιλότητα — ψῑλότητα , ψιλότης bareness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητας — ψῑλότητας , ψιλότης bareness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητες — ψῑλότητες , ψιλότης bareness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητι — ψῑλότητι , ψιλότης bareness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητος — ψῑλότητος , ψιλότης bareness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”